- αναπέμπω
- (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω)1. στέλνω προς τα επάνω2. εκπέμπω, αναδίνω3. απλώς στέλνω(Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεόνεοελλ.βγάζω φωνή, εκστομίζωμσν.(στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλωαρχ.Ι. ενεργ.1. στέλνω προς τα επάνω, δηλ. σε ψηλότερο μέρος και ειδικότερα από τα παράλια στο εσωτερικό ενός τόπου, στη μητρόπολη ή την πρωτεύουσα2. ανάγω την καταγωγή μου, κατάγομαιΙΙ. μέσ.1. στέλνω πίσω, επιστρέφω2. στέλνω εκ μέρους μου3. αναφέρομαιΙΙΙ. παθ. μεταβιβάζομαι, μεταδίδομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa-* + πέμπω.ΠΑΡ. αρχ. ἀναπομπή, ἀναπομπόςαρχ.-μσν.ἀναπόμπιμος].
Dictionary of Greek. 2013.